Αρχική ΑΠΟΨΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ Απαγορεύεται η μουσική ή μήπως απαγορεύεται η τέχνη; Μητσοτάκης Δημήτρης. Ο κανονικός.

Απαγορεύεται η μουσική ή μήπως απαγορεύεται η τέχνη; Μητσοτάκης Δημήτρης. Ο κανονικός.

Απο Θοδωρής Φλου
1.7K Προβολές

Δεν κρύβω την συμπάθια και το σεβασμό, προς τον άνθρωπο και μαχητή, πέρα απο την τέχνη του και για το μεγάλο ανάστημά του προς τα κακώς κείμενα. ΘΑΥΜΆΖΩ που δεν κουράζεται και δεν λουφάζει και για άλλη μια φορά με άδεια του φυσικά μεταφέρω κι εγώ σε σας που μπορεί να μην γνωρίζετε την άποψη, που υιοθετώ κι εγώ. και θα σας μεταφέρω σύντομα. Φυσικά έχω αναφερθεί σε πολλά άρθρα οτι στόχος είναι ο πολιτισμός. τα παρακάτω από τον Δημήτρη μας.

Απαγορεύεται η μουσική ή μήπως απαγορεύεται η τέχνη;(Με αφορμή την γελοία και επικίνδυνη απαγόρευση της μουσικής στους χώρους εστίασης, καταθέτω κάποιες παλιότερες σκέψεις περί επίσημης εξουσίας και πολιτισμού. Η μουσική, αργά ή γρήγορα, θα ξανακουστεί στα μαγαζιά. Μήπως όμως το πρόβλημα είναι αλλού;) Πολλές φορές θεωρούμε πως το πολιτιστικό σκουπιδαριό είναι ίδιον της δικής μας εποχής αλλά πρόκειται για τεράστιο σφάλμα. Πάντοτε υπήρχαν πολιτιστικά σκουπίδια όπως, φυσικά, υπήρχαν και τα διαμάντια. Έργα τέχνης αξεπέραστα που συνδέθηκαν με την εποχή τους, συνέχισαν να συγκινούν και τις επόμενες γενιές και έγιναν διαχρονικά. Έφτασαν ως τις μέρες μας, χαρακτηρίστηκαν κλασικά. Ξεχώρισαν δηλαδή από το σωρό των σκουπιδιών και έλαμψαν. Η επίσημη εξουσία, παρόλο που δεν ήταν ποτέ φιλική απέναντι στα ρηξικέλευθα έργα τέχνης που κινητοποιούν την κριτική ευαισθησία του κοινού και προτιμάει τα πολιτιστικά σκουπίδια του καιρού της, όταν αντιλαμβάνεται την διαχρονικότητα και την λαϊκή απήχηση ενός καλλιτεχνικού έργου, αναγκάζεται να το αγκαλιάσει και να το αφομοιώσει. «Ο ασφαλέστερος τρόπος να εξουδετερώσεις το ωραίο είναι να το σφιχταγκαλιάσεις, μέχρι να το σκάσεις», λέει ο Ηλίας Βολιότης Καπετανάκης. Έτσι, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που, αρκετά χρόνια μετά την κυκλοφορία τους, αναγνωρίστηκαν σπουδαία ποιητικά ή λογοτεχνικά έργα και μουσικές οι οποίες, στον καιρό τους, είχαν κυνηγηθεί λυσσαλέα από το επίσημο κράτος, πχ τζαζ, μπλουζ, ρεμπέτικο, πολιτικό τραγούδι κλπ. Στις μέρες μας τα πολιτιστικά σκουπίδια έχουν επικρατήσει και, με αρωγό την τηλεόραση και τα εμπορικά ραδιόφωνα, αποτελούν κυρίαρχη φωνή στον χώρο του ακροάματος και του θεάματος. Η σύγχρονη μουσική παραγωγή έχει σχεδόν σταματήσει, στη χώρα μας, τουλάχιστον σε οργανωμένο επίπεδο. Ουσιαστικά, δισκογραφία δεν υφίσταται. Οι καλλιτέχνες πορεύονται, πλέον, μόνοι τους, χωρίς χορηγούς, χωρίς παραγωγούς με αποτέλεσμα η τέχνη και το τραγούδι ειδικότερα να είναι, στις μέρες μας, πιο ταξικό ή πιο ερασιτεχνικό από ποτέ. Τα μόνα τραγούδια που ακούγονται σήμερα, στα εμπορικά ραδιόφωνα και στις ψυχαγωγικές(? μουσικές εκπομπές, της ελληνικής τηλεόρασης είναι είτε διασκευές παλιότερων επιτυχημένων τραγουδιών, είτε ηχογραφήσεις εικοσαετίας και βάλε. Αν, κατ’ εξαίρεση, ακούσεις ένα καινούργιο τραγούδι σε εμπορικό ραδιόφωνο σημαίνει ότι ο καλλιτέχνης «τα έσκασε γερά» κι αυτό, πάλι, με την προϋπόθεση το κομμάτι να είναι αρεστό στον καλλιτεχνικό διευθυντή του σταθμού. Δεν αρκεί, δηλαδή, να «τα σκάσει» κάποιος, πρέπει κιόλας να πειθαρχεί σε συγκεκριμένη φόρμα και θεματολογία. Τα τραγούδια που βρίσκονται αναρτημένα στις διαδικτυακές πλατφόρμες, από φτωχούς δημιουργούς που δεν έχουν τη δυνατότητα να τα διαφημίσουν μοιάζουν με τις κοπέλες που ποζάρουν ημίγυμνες στις βιτρίνες του Άμστερνταμ αναζητώντας, απεγνωσμένα, πελάτη. Είναι ζήτημα όμως αν ο περαστικός τούς ρίξει δεύτερη ματιά, πριν χαζέψει τα κάλλη της επόμενης και της μεθεπόμενης… Διάγουμε την εποχή του «next track». Για ολοκληρωμένα άλμπουμ τραγουδιών, φυσικά, δεν γίνεται λόγος. Η παραγωγή και η κυκλοφορία τους είναι καθαρή γενοκτονία τραγουδιών και αυτοκτονία του δημιουργού τους. Ο «νέος μεσαίωνας», όπως ονομάζουν πολλοί τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν, χτίζεται σχολαστικά από τους ισχυρούς του κόσμου αυτού. Ο «νέος μεσαίωνας» θέλει και πριμοδοτεί την παγκοσμιοποίηση και την γρήγορη κατανάλωση. Μια σύγχρονη κοινωνία που «οφείλει» να είναι καταναλωτική. Για τον καπιταλισμό ο καταναλωτής δεν είναι άτομο αλλά ομάδα. Ο βομβαρδισμός του ατόμου από τις διαφημιστικές τεχνικές, που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως, έχει σαν αποτέλεσμα τον έλεγχο της καταναλωτικής του συμπεριφοράς και την καταστροφή της «ψυχολογίας του ατόμου». Για τον Γάλλο φιλόσοφο Μπερνάρ Στινγκλέ, ο «εθιστικός κύκλος της κατανάλωσης», οδηγεί σε εξάντληση του πόθου, άρα και της διαφορετικότητας θα συμπλήρωνα. Γρήγορη κατανάλωση, λοιπόν, και παγκόσμια φόρμα στα πάντα. Στα ρούχα, στο φαγητό, στο αλκοόλ, στα τεχνολογικά προϊόντα, στις πληροφορίες, στο καλλιτεχνικό έργο. Στον εμπορικό κινηματογράφο προτιμούνται ταινίες που σου κρατάνε συντροφιά για δυο ώρες και συνοδεύονται με νάτσος και ποπ κορν. Ταινίες που μετά το τέλος τους δεν θυμάσαι τίποτα. Στον χώρο του σύγχρονου ποπ τραγουδιού ισχύει ακριβώς το ίδιο. Αυτά όμως ισχύουν στην διεθνή, αμερικανική αγορά όπου ακόμα το τραγούδι και το σινεμά αποτελεί ακόμα μπίζνα. Οι παραγωγοί και οι καλλιτέχνες της παγκοσμιοποιημένης τέχνης επιβραβεύονται με πακτωλό χρημάτων και αναγνωρίζονται σε όλον τον πλανήτη για τα λαμπερά και θνησιγενή σκουπίδια που παράγουν. Τα σκουπίδια όμως βρωμάνε γρήγορα και ο άνθρωπος έχει άμεση κι επιτακτική ανάγκη να τα ξεφορτωθεί. Αυτό το ξέρουν καλά και οι έμποροι και οι χορηγοί και οι κρατούντες και το συνυπολογίζουν. Είναι, όμως, άλλο να ρίχνεις στον κάδο του παρελθόντος τα απορρίμματα, θάβοντάς τα στη λησμονιά, και άλλο να ταΐζεις μ’ αυτά πεινασμένους κι εξαθλιωμένους λαούς με στόχο να τα καταναλώσουν. Τα απορριμματοφόρα της τέχνης έχουν κλατάρει. Φαίνεται όμως ότι η εξουσία αρέσκεται στη μυρωδιά των σκουπιδιών. Το υπουργείο Πολιτισμού δείχνει να ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για το ένδοξο παρελθόν. Δεν λέω, καλή και άγια η πολιτιστική κληρονομιά, ο Παρθενώνας και το Θησείο και οι βυζαντινές εκκλησίες, αλλά υπάρχει και ο σύγχρονος πολιτισμός για τον οποίο το κράτος συστηματικά κωφεύει. Η υπουργός του χαρίζει υποτιμητικές γκριμάτσες στο άκουσμα του ονόματος ζωντανών θρύλων όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, όταν οι απόψεις δεν συμπίπτουν. Ο Μάνος Χατζιδάκις έλεγε: «Την ανυπαρξία πολιτισμού, άλλωστε, αποδεικνύει και η ύπαρξη υπουργείου Πολιτισμού. Παλαιότερα δεν υπήρχε υπουργείο Πολιτισμού. Υπήρχε υπουργείο Παιδείας. Από την ώρα που τα απολυταρχικά καθεστώτα ανακάλυψαν τη σημασία του πώς να καθοδηγούν και πως να επιβάλλουν πολιτισμό, έφτιαξαν και ομώνυμο υπουργείο. Με πρώτο διδάξαντα τον Γκαίμπελς». Στην χώρα του στρατηγού Δεκαβάλα, οι ήρωες, όπως και οι καλλιτέχνες, γίνονται δρόμοι, προτομές και πλατείες, μετά τον θάνατό τους, ενώ ζούνε με χίλιες στερήσεις και πεθαίνουν, ως επί το πλείστον, στην ψάθα. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που έγινε δρόμος και πλατεία, έλαβε πάμπτωχος την παραμονή του θανάτου του τον «Σταυρό του Σωτήρος» που του απένειμε το επίσημο κράτος. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, που επίσης έγινε δρόμος και πλατεία, στα γεράματά του γύριζε άρρωστος στις ταβέρνες, μαζί με το γιο του, και «έβγαζε πιατάκι» για να ζήσει. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, δρόμος και πλατεία και αυτός, γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Σαράντα ολόκληρα χρόνια μου ’φαγε η νύχτα τα σπλάχνα, μ’ έφαγε ολόκληρο. Και τι απόλαυσα νομίζεις; Δουλεύω ακόμα για να ζήσω». Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, η Σωτηρία Μπέλλου και ένας μακρύς κατάλογος καλλιτεχνών, που τιμήθηκαν από το επίσημο κράτος με προτομές και ονοματοδοσία δρόμων και πλατειών, πέθαναν στην ψάθα. Μήπως θα προτιμούσαν μια καλύτερη ζωή από την υποκριτική τιμή και τις παράτες της πολιτείας;Δημήτρης Μητσοτάκης

Αφησε ενα σχολιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Θα υποθέσουμε ότι το αποδέχεστε αυτό, αλλά μπορείτε να εξαιρεθείτε εάν το επιθυμείτε. Αποδέχομαι Διαβάστε περισσότερα

Adblock Detected

Please support us by disabling your AdBlocker extension from your browsers for our website.